επενδυτικός

επενδυτικός
inversor

Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επενδυτικός — ή, ό [επενδύτης] 1. αυτός που χρησιμεύει για επένδυση («επενδυτικά υλικά») 2. εκείνος που αναφέρεται σε επενδύσεις χρηματικές («επενδυτικά προγράμματα») …   Dictionary of Greek

  • επενδυτικός — ή, ό που χρησιμεύει για επένδυση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”